- κοττυφος
- κόττυφοςκόττῠφοςὅ атт. = κόσσυφος См. κοσσυφος
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κόττυφος — κόττυφος, ὁ (Α) βλ. κότσυφας … Dictionary of Greek
κόττυφος — κόσσυφος , κόσσυφος Gloss. masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Merle Noir — Merle noir … Wikipédia en Français
Merle noir — Turdus merula … Wikipédia en Français
Turdus merula — Merle noir Merle noir … Wikipédia en Français
Turdus merula — Mirlo común Mirlo … Wikipedia Español
κότσυφας — Κοινή ονομασία στρουθιομόρφων παμφάγων πτηνών του γένους Turdus, της οικογένειας των τουρδιδών. Πολύ κοινό είδος στην Ευρώπη είναι το μαύρο κοτσύφι (Turdus merula), μήκους περίπου 26 εκ., με τα 12 εκ. να ανήκουν στην ουρά. Το αρσενικό έχει… … Dictionary of Greek
παταγώ — έω, Α [πάταγος] 1. κάνω πάταγο, εκπέμπω ισχυρό κρότο («παταγεῑ δ εὐρεία θάλασσα», Θεόκρ.) 2. (για πτηνά) κρώζω, κραυγάζω θορυβωδώς («ὁ κόττυφος ἐν μὲν τῷ θέρει ᾄδει, τοῡ δὲ χειμῶνος παταγεῑ», Αριστοτ.) 3. (σχετικά με τα δόντια) τρίζω 4. κάνω κάτι … Dictionary of Greek
ԿԵՌՆԵԽ — (ի, աց.) NBH 1 1089 Chronological Sequence: 6c գ. κόσσυφος, κόττυφος merula. Սարիկ թռչունն քաղցրաձայն՝ նման ագռաւու փոքրան. ճարեկ. ... *Կեռնեխք եւ տատրակք: *Կեռնեխք եւ ագռաւք եւ պապկայք. Փիլ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)